-
1 ισχυρότατα
ἰσχῡρότατα, ἰσχυρόςstrong: adverbial superlἰσχῡρότατα, ἰσχυρόςstrong: neut nom /voc /acc superl pl -
2 ἰσχυρότατα
ἰσχῡρότατα, ἰσχυρόςstrong: adverbial superlἰσχῡρότατα, ἰσχυρόςstrong: neut nom /voc /acc superl pl -
3 ἰσχυρός
A strong, esp. of personal strength, S.Ph. 945, E.Fr. 290, etc.; of things,ἰ. βέλος Alc.15.4
;ῥεύματα Hdt.8.12
; ἰ. χθών hard, A.Pers. 310; of food, indigestible, Hp.Art.50; of taste, strong, Thphr.HP7.6.1; of armies,ἰσχυροτέρα φάλαγξ X.Cyr.7.1.30
; of places, Th.4.9, X.An.4.6.11, etc.;τῆς χώρης τὸ -ότατον Hdt.1.76
; τὸ ἑαυτοῦ ἰ., opp. τὰ τοῖς πολεμίοις ἰ., X.Eq.Mag.8.24; τὰ ἰσχυρότατα your strongest points, Th.5.111; τὰ τῆς πόλεως ἰ. that in which the strength of the state lies, Aeschin.3.66; ὁρῶντες οὐδὲν ἰ. ἀπὸ τῶν Λεσβίων no show of strength, Th.3.6; ἰ. τι πρὸς τὸ πρᾶγμ' ἔχειν a strong point, Men.Epit. 130;- ότατον τεκμήριον SIG685.84
(Crete, ii B.C.).2 powerful,ἄλοχος Διός A.Supp. 302
; ; ;ἰ. τὸ πολλόν Hdt.1.136
;οἱ ἰ. ἐν ταῖς πόλεσιν X.Ath. 1.14
: [comp] Comp.-ότερος, ἐς πειθώ Democr.51
;ὁ ὀπίσω μου ἐρχόμενος -ότερός μου ἐστίν Ev.Matt.3.11
.3 forcible, violent, severe, σιτοδείη, ψύχη, Hdt.1.94,4.29;λιμός Ev.Luc.15.14
;ἀναγκαίη Hdt.1.74
; αἱ λίαν ἰ. τιμωρίαι violent, excessive, Id.4.205; ὅρκος -ότατος, ἀνάγκαι -όταται, Antipho 5.11, 6.25;νόσημα Hp.
Acut.(Sp.) 4;βήξ Th.2.49
; γέλως, ἐπιθυμίαι, etc., Pl.R. 388e, 560b, etc.; νόμος ἰ. severe, Hdt.7.102, Lys.15.9; ; γνώμη -οτέρη more positive, Hdt.9.41; τρόπῳ ᾧ ἂν δύνωνται -οτάτῳ Foed. ap. Th.5.23; κατὰ τὸ ἰσχυρόν by main force, opp. δόλῳ, Hdt.4.201, cf.9.2.4 of literary style, vigorous, D.H.Comp.22; also of syllables, strong, ib.16; στάσεις λαμβάνειν ἰ. ib.22.II Adv. - ρῶς strongly, with all force,ἐγκεῖσθαι Th.1.69
, etc.;φυλάττειν τινάς X.An.6.3.11
.2 very much, exceedingly, with Adjs., Hdt.4.108; ἔθνος μέγα ἰ. ib. 183;διώρυγες ἰ. βαθεῖαι X.An.[1.7.15]
, etc.;ἰ. χλωρόν Hp.Prog.11
; κίνησις νωθὴς ἰ. Arist.HA 503b9;ἰ. φιλοπλάτων Phld.
Ind Sto.61: with Verbs, ἰ. ἥδεσθαι, ἀνιᾶσθαι, X.Cyr.8.3.44; ἀπήγγειλεν ὅτι πάντα δοκοίη ἰ. τῷ εὐνούχῳ ib.5.3.15: [comp] Comp.- οτέρως Heraclit.114
, Hdt.3.129;- ότερον X.Cyr.4.5.12
, etc.: [comp] Sup., in answers, ἰσχυρότατά γε most certainly, Id.Oec.1.15.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰσχυρός
-
4 μέλλω
Aμέλλον Il.17.278
, Od.1.232, 9.378, B.12.164; [dialect] Ep., [dialect] Ion.μέλλεσκον Theoc.25.240
, Mosch.2.109: [tense] fut.μελλήσω D.6.15
, Ev.Matt.24.6: [tense] aor.ἐμέλλησα Th.3.55
, X.HG5.4.65, etc., and ἠμ- (v. infr.):—[voice] Pass. and [voice] Med., v. infr. v.—Only [tense] pres. and [tense] impf. in Hom., Hes., Lyr., and Trag.: [tense] aor. only in Prose (exc. Thgn., v. infr.): the [tense] impf. ἤμελλον with long augm. is established by the metre in Hes.Th. 898, Thgn.906, Ar.Ec. 597, Ra. 1038 (both anap.), A.R.1.1309 (cf. Sch. ad loc.), Call.Del. 58: [tense] aor. 1ἠμέλλησα Thgn.259
; ἤμελλον is not found in earlier [dialect] Att. Inscrr., but occurs in Pap., as PPetr.2p.146 (iii B. C.), Phld.Rh.1.145 S. (butἔμελλον Hyp.Ath.7
, Arist.Ath.25.3).I to be destined or likely to, indicating an estimated certainty or strong probability in the present, past, or future (cf. Aristonic. ap. Sch.Il.10.326, 11.817, 16.46,al.): a. c. [tense] pres. inf. (or its equivalent), of a probability in the present, ὅθι που μέλλουσιν ἄριστοι βουλὰς βουλεύειν where belike the best are holding counsel, Il.10.326; ᾧ μέλλεις εὔχεσθαι to whom thou doubtless prayest, 11.364; μέλλεις δὲ σὺ ἴδμεναι doubtless thou knowest, Od.4.200; τὰ δὲ μέλλετ' ἀκουέμεν belike you have heard it, Il.14.125, cf. Od.4.94; ; ὄλβον δὲ θεοὶ μέλλουσιν ὀπάζειν methinks it is the gods who give wealth, Od.18.19; εἰ δ' οὕτω τοῦτ' ἐστίν, ἐμοὶ μέλλει φίλον εἶναι you may be sure it is my good pleasure, Il.1.564. b. c. [tense] aor. inf., of a probability in the past, μέλλω που ἀπεχθέσθαι Διὶ πατρί I must have become hateful to father Zeus, 21.83; κελευσέμεναι δέ σ' ἔμελλε δαίμων a god must surely have bidden thee, Od.4.274; πολλάκι που μέλλεις ἀρήμεναι you must often have prayed, 22.322; μέλλω ἀθανάτους ἀλιτέσθαι I must have sinned against the immortals, 4.377; ἄλλοτε δή ποτε μᾶλλον ἐρωῆσαι πολέμοιο μέλλω at any other time rather than this I may have drawn back.., Il.13.777; μέλλει μέν πού τις καὶ φίλτερον ἄλλον ὀλέσσαι before now, no doubt, a man has lost.., 24.46, cf. 18.362;τοῦ δ' ἤδη μέλλουσι κύνες ταχέες τ' οἰωνοὶ ῥινὸν ἀπ' ὀστεόφιν ἐρύσαι Od.14.133
; of a destiny in the past, ἔμελλεν οἷ αὐτῷ θάνατον.. λιτέσθαι he was fated to have been praying for his own death, Il.16.46; ἐπεὶ οὐκ ἄρ' ἔμελλον ἑταίρῳ κτεινομένῳ ἐπαμῦναι since I was (i.e. am) not destined to have succoured my comrade when they were slaying him, 18.98: c. [tense] pres. inf., οὐκ ἄρ' ἔμελλες ἀνάλκιδος ἀνδρὸς ἑταίρους ἔδμεναι he was to turn out no helpless man whose comrades you ate, Od.9.475. c. c. [tense] fut. inf., of a destin y or probability in the future, ἅ οὐ τελέεσθαι ἔμελλον which were not to be accomplished, Il.2.36; τάχα δ' ἀνστήσεσθαι ἔμελλεν ib. 694;ἐπεὶ οὐκ ἄρ' ἔμελλον ἔγωγε νοστήσας οἶκόνδε.. εὐφρανέειν ἄλοχον 5.686
, cf. 12.113, 22.356, Od.13.293, 384; ; περὶ τρίποδος γὰρ ἔμελλον θεύσεσθαι they were to have run.., Il.11.700, cf. E.HF 463;χρόνῳ ἔμελλέ σ' Ἕκτωρ.. ἀποφθίσειν S.Aj. 1027
; ;φεύγεις; ἔμελλόν σ' ἆρα κινήσειν ἐγώ Id.Nu. 1301
, cf. V. 460, Pl. 103, Ach. 347: c. [tense] pres. inf., καὶ γὰρ ἐγώ ποτ' ἔμελλον ἐν ἀνδράσιν ὄλβιος εἶναι I had a chance of being, might have been.., Od.18.138;μέλλεν ποτὲ οἶκος ὅδ' ἀφνειὸς καὶ ἀμύμων ἔμμεναι, ὄφρ' ἔτι κεῖνος ἀνὴρ ἐπιδήμιος ἦεν 1.232
: c. [tense] aor. inf. (cf. infr. 11), : with inf. understood, [τὰ μὲν] πάσχουσι, τὰ δὲ μέλλουσι [πάσχειν] A.Pers. 814; ἀλλ' οὐχ οὑμὸς τοῦτο πέπονθεν βίος οὐ μὰ Δί' οὐδέ γε μέλλει no, not likely! Ar.Pl. 551;οὐδὲν.. οὔτε ἐπάθετε οὔτε ἐμελλήσατε Th.3.55
; .d in εἰ clauses, εἰ μέλλει πόλις εἶναι if it is to be a city, Pl.Prt. 324e: c. [tense] fut. inf., εἰ ἐμέλλομεν.. ἀνοίσειν if we were to refer.., Id.Phd. 75b: c. [tense] aor. inf.,εἰ μέλλομεν.. δηλῶσαι Id.Lg. 713a
, cf. Smp. 184d, Plt. 268d, al.: so in part.,τὴν μέλλουσαν οἰκήσεσθαι πόλιν καλῶς Arist. Pol. 1261a3
, etc.e in final clauses, ξυνεπιμέλεσθαι ᾗ μέλλει ἄριστα ἕξειν, = ᾗ ἄριστα ἕξει, Th.8.39;εἴχομεν ἂν.. ἐπιστάτην λαβεῖν.. ὃς ἔμελλεν.. ποιήσειν Pl.Ap. 20b
, cf. App.Syr.46, etc.f in questions, the inf. being understood, τί οὐ μέλλω ( μέλλεις, etc.); why shouldn't I? why is it not likely that I should?, i. e. yes, of course, τὸν υἱὸν ἑόρακας αὐτοῦ; Answ. τί δ' οὐ μέλλω (sc. ἑορακέναι); of course I have, X. HG4.1.6; τί δ' οὐ μέλλει, εἴπερ γε δρᾷ αὐτό; Pl.R. 605c; πῶς γὰρ οὐ μέλλει; Id.Phd. 78b, etc.; ἀλλὰ τί μέλλει; what (else) would you expect? i. e. yes, of course, Id.R. 349d, Hp.Mi. 373d.II to be about to, in purely temporal sense, c. [tense] fut. inf.,Ἕκτορα δῖον ἔτετμεν ἀδελφεόν, εὖτ' ἄρ' ἔμελλε στρέψεσθ' ἐκ χώρης Il.6.515
; ὁ μέν μιν ἔμελλε γενείου.. ἁψάμενος λίσσεσθαι (perh. [tense] pres. inf.),ὁ δ' αὐχένα μέσσον ἔλασσε 10.454
;ἄλεισον ἀναιρήσεσθαι ἔμελλε Od.22.9
, cf. Il.23.544, 2.39, 6.52, 393; δειπνήσειν μέλλομεν, ἢ τί; Ar.Av. 464, cf. Eq. 931 (lyr.), Th.2.8, etc.: c. [tense] pres. inf., τί μέλλεις δρᾶν; Ar.V. 1379,Th. 215, cf. Ec. 760, Ach. 493, Av. 498, al.;μέλλω μαίνεσθαι Lyr.Alex.Adesp.1.23
: more rarely c. [tense] aor. inf., ; (nisi leg. κτενεῖν) ; ἀναλαβεῖν, λιπεῖν, θανεῖν, E.Or. 292, Heracl. 709, Med. 393; ἀπολέσαι, λαβεῖν, Ar.Av. 366, Ach. 1159 (lyr.);προσθεῖναι Th.3.92
; : Phryn.316 wrongly condemns this constr.—The inf. is sts. omitted, τὸ μέλλειν ἀγαθά (sc. πράσσειν or πράξειν ) the expectation of good things, E.Or. 1182, cf. IA 1118.III to be always going to do without ever doing: hence, delay, put off, freq. in Trag. (also in [voice] Med. μέλλομαι, v. infr. IV fin.): in this signf. usu. folld. by [tense] pres. inf., S.OT 678 (lyr.), OC 1627, etc.; τοὺς ξυμμάχους.. οὐ μελλήσομεν τιμωρεῖν· οἱ δ' οὐκέτι μέλλουσι κακῶς πάσχειν we shall not delay to succour our allies, for their sufferings are not being delayed, Th.1.86: freq. with μὴ οὐ, A.Pr. 627, S.Aj. 540: with μή, τί μέλλομεν.. μὴ πράσσειν κακά; E.Med. 1242: rarely folld. by [tense] aor. inf., Id.Ph. 299 (lyr.), Rh. 673: inf. is freq. omitted, τί μέλλεις; why delayest thou? A.Pr.36, cf. Pers. 407, Ag. 908, 1353, S.Fr. 917, Th.8.78, etc.;μακρὰ μ. S.OC 219
(lyr.);Ἄρης στυγεῖ μέλλοντας E. Heracl. 723
;ἴωμεν καὶ μὴ μέλλωμεν ἔτι Pl.Lg. 712b
; μέλλον τι.. ἔπος a hesitating word, which one hesitates to speak, E. Ion 1002; μέλλων σφυγμός a hesitating pulse, Gal.8.653.IV part. μέλλων is used quasi-adjectivally, ὁ μ. χρόνος the future time, Pi.O.10(11).7, A.Pr. 839, Arist.Top. 111b28: Gramm., ὁ μέλλων the future tense, D.T.638.23, A.D.Synt.69.28, etc.; ἡ μ. αὐτοῦ δύναμις his future power, Pl.R. 494c;μ. φυλάξασθαι χρέος Pi.O.7.40
; τὸν μ. βλαστόν ( καρπόν codd.) Thphr.HP4.15.1: esp. in neut., τὸ μέλλον, τὰ μέλλοντα things to come, the future, Pi.O.2.56, A.Pr. 102, Th.1.138, 4.71, Pl.Tht. 178e, etc.; opp. to what is simply future ([etym.] τὸ ἐσόμενον), Arist.Div.Somn. 463b29, cf. GC 337b4; εἰς τὸ μέλλον (sc. ἔτος) Ev.Luc.13.9, cf. PLond.3.1231.4 (ii A. D.), Plu.Caes.14:—also in [voice] Med., τὰ ἰσχυρότατα ἐλπιζόμενα μέλλεται your strongest pleas are hopes in futurity, Th.5.111:— butV [voice] Pass. μέλλομαι, ὡς μὴ μέλλοιτο τὰ δέοντα that the necessary steps might not be delayed, X.An.3.1.47; ἐν ὅσῳ ταῦτα μέλλεται while these delays are going on, D.4.37: [tense] fut. μελλήσομαι dub. l. in Procop. Goth.2.30: [tense] pf. part. μεμελλημένος, = μέλλων, σφυγμός Gal.9.308. -
5 ἐμβάλλω
ἐμβάλλω, [tense] fut. - βᾰλῶ: [tense] pf. - βέβληκα: [tense] aor. 2 ἐνέβᾰλον ([voice] Pass. is mostly supplied by ἐμπίπτω):—A throw in,τινὰ πόντῳ Il.14.258
; μιν.. χερσὶν' Ἀχιλλῆος θεὸς ἔμβαλεν let him fall into Achilles' hands, 21.47;ἐ. νιν βροτοῦ ἀνέρος εὐνῇ 18.85
;ἐ. τινὰ εἰς τὸ βάραθρον Ar.Ra. 574
, Nu. 1450;εἰς τὸ δεσμωτήριον D.53.14
;ἐ. τινὰ εἰς συμφοράς Antipho 3.4.10
;εἰς ἀτυχίας Aeschin.3.79
;εἰς αἰσχύνην καὶ ἀδικίαν Din.3.7
;εἰς ὑποψίαν Plu.Them.23
; , cf. Hdt.4.72, etc.;εἰς ἀπορίαν Pl.Phlb. 20a
;εἰς ἔχθραν D.18.70
.2 of things, ἵπποις χαλινοὺς ἐ. Thgn.551, X.Eq.6.7 ([voice] Pass.), 9.9, cf. Il.19.394;πώλοις ἡνίας E.IT 1424
;ἐ. ψήφους εἰς τὸν καδίσκον D.57.13
, cf. X.Cyr.2.2.21; ἐ. μοχλόν (sc. εἰς τὴν θύραν) Id.An.7.1.12; ἐ. σῖτον (sc. εἰς τὴν φάτνην) Id.Cyr.8.1.38; τοῖς ὑποζυγίοις ἐ. throw food to.., Thphr.Char.4.8; simply, lay or put in, [ἱμάντα] οἱ ἔμβαλε χερσίν put it into his hands, Il.14.218; ἐνέβαλον τῶν χρημάτων [εἰς τὸ κανοῦν] Arist.Pol. 1304a3, cf. Ael.VH11.5; hand in, submit a petition, PPetr.3P.39 (iii B.C.), etc.; ἐ. τὴν χεῖρά τινι slide one's hand into another's, Ar.V. 554; ἔμβαλλε χεῖρα δεξιάν as a pledge of good faith, S.Tr. 1181, cf. Ar.Ra. 754; ἔμβαλλε χειρὸς πίστιν, to which Neoptolemus answers— ἐμβάλλω μενεῖν I give my pledge to remain, S.Ph. 813 (troch.).3 freq. of the mind, ἐνὶ φρεσὶν ἐ. Od.19.10 (cf. infr. 111.2);εἰς νοῦν τινί Plu. Tim.3
; ἐ. ἵμερον, μένος τινί, Il.3.139, 16.529; ἐ. νεῖκός τισι to throw in strife between them, 4.444; τισὶ λύσσαν ἐρισμοῦ Timo 28.3;ἐ. λόγον Pl.R. 344d
;βουλὴν ἐ. περί τινος X.Cyr.2.2.18
(and abs., ἐ. τινὶ περί τινος to give one advice on a thing, ib.5.5.43 (nisi addendum <βουλήν>)); ἐ. πρᾶγμα εἰς γέλωτα καὶ λοιδορίαν D.10.75
.4 throw upon or against,νηῒ κεραυνόν Od.12.415
;δαλὸν νήεσσι Il.13.320
;πέτρον στέρνῳ Pi.N.10.68
; [Ἀχαιοὺς] πέτραις E.Hel. 1129
(lyr.);πῆχυν στέρνοις Id.Or. 1466
(lyr.); ;πληγάς τινι X.An.1.5.11
, cf. Plu.Caes.66; so ἐμβαλέτω ἰσχυρότατα (sc. πληγάς) let him lay on.., X.Eq.8.4; ἐ. ἕλκεα to inflict them, Pi.Fr. 111; ἐ. πῦρ set fire to.., Th.7.53; ἐ. ῥήγεα lay on blankets, Od.4.298: metaph., ἐ. φόβον τινί strike fear into him, Hdt.7.10.έ; ἄταν A.Th. 316
(lyr.); φροντίδας v.l. in Antipho 2.2.2; impose,ἔργα εἰς τὴν γῆν PTeb.37.7
([voice] Pass., i B. C.); of a fine, BCH8.307 ([place name] Delos).5 ἐ. ὦμον put one's shoulder to the work, in archery, Hp.Fract.2.6 put into its place, to set a broken or dislocated limb, ib.24 ([voice] Pass.), Art.1, al., Arist.PA 685b6.7 Medic., put in, ἀμυχάς, διαίρεσιν, Philum.Ven.7.4, Antyll. ap. Orib.45.24.4.9 ἐ. τινί (sc. μάρμαρον) to throw at another, Il.12.383.II intr. (sc. στρατόν), make an inroad or invasion, v.l. for ἐσβ. in Hdt.4.125,5.15,9.13, cf. X.Ages.1.29; in full,ἐ. στράτευμα A.Th. 583
, 1024: metaph., attack, Pl.Tht. 165d.b generally, burst, rush in,ἐμβάλλειν εἰς τὴν ἀγοράν Aeschin.2.164
, Lycurg.5, etc.; embark upon,ἐμβάλωμεν εἰς ἄλλον λόγον E.El. 962
: c. dat., εἰκασίαις Hierocl.p.37 A.;βίβλοις μακραῖς καὶ δυσελίκτοις Jul.Or.7.227b
.2 strike a ship with the ram (ἔμβολος 1.3
), charge or ram it,νηΐ Hdt.8.84
, al., cf. 7.10.β; ἐ. ταῖς λοιπαῖς (sc. ναυσί) Th.4.14; ξυνετύγχανε.. διὰ τὴν στενοχωρίαν τὰ μὲν ἄλλοις ἐμβεβληκέναι τὰ δὲ αὐτοὺς ἐμβεβλῆσθαι on one side had charged others, on the other had been charged themselves, Id.7.70.b of water, ἐ. τοῖς ὄρεσι to dash against them, Hdt.2.28: abs., .3 κώπῃς ἐ. (sc. χεῖρας) lay oneself to the oars, Od.10.129, cf. Pi.P.4.201; ἐ. alone, pull hard, Ar.Eq. 602, Ra. 206, X.HG5.1.13.4 of a river, empty itself, εἰς .. Pl.Phd. 113c.III [voice] Med., throw in what is one's own,ὅρκον εἰς τὸν ἐχῖνον D.49.65
, cf. 27.51: abs., draw lots, SIG1006.3 (Cos, iii B.C.).2 metaph.,μή μοι φύξιν ἐμβάλλεο θυμῷ Il.10.447
; μῆτιν ἐ. θ. 23.313;εἰς τὸν νοῦν ἐμβάλλεσθαί τι D.18.68
(later in [voice] Act., PTaur.4.9);τὸ καρτερὸν ἐμβαλόμενοι X.Cyr.4.2.21
(cf. supr. 1.3).3 c. gen., ἐμβάλλεσθε τῶν λαγῴων fall upon the hare's flesh, Ar. Pax 1312.4 put on board ship, PHib.1.152 (iii B.C.), POxy. 1292.3 (i A.D.), Luc.VH1.5, etc.IV [voice] Pass., to be dashed against: of ships, charge (v. supr. 11.2), Th.7.34,70.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμβάλλω
См. также в других словарях:
ἰσχυρότατα — ἰσχῡρότατα , ἰσχυρός strong adverbial superl ἰσχῡρότατα , ἰσχυρός strong neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορυκτερόπους — (orycteropus afer). Νωδό θηλαστικό που ανήκει, με περίπου δέκα υποείδη, στην τάξη των σωληνοδόντων. Έχει ύψος ως το ακρώμιο γύρω στα 50 εκ. και μήκος 1,70 μ., στο οποίο περιλαμβάνεται και η ουρά· ο κορμός του είναι χοντρός και ο λαιμός και τα… … Dictionary of Greek
Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… … Dictionary of Greek
Δημητριάς — I Αρχαία πόλη της Θεσσαλίας. Ιδρύθηκε από τον Δημήτριο τον Πολιορκητή γύρω στο 294 π.Χ., ΒΑ της παλαιότερης πόλης Παγασαί, κοντά στη θάλασσα και απέναντι από τη σημερινή πόλη Βόλο. Για τον εντοπισμό της ακριβούς θέσης της είχαν γίνει πολλές… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
Σείριος — (Αστρον.). Απλανής αστέρας, ο α του Μεγάλου Κυνός, ο λαμπρότερος των απλανών αστέρων με φαινομενικό μέγεθος 1,8. Ανήκει στον τύπο των λευκών αστέρων και απέχει περί τα 8,4 έτη φωτός από τη Γη. Ο Σ. είναι διπλός αστέρας· η ύπαρξη του συνοδού του,… … Dictionary of Greek
ανωφελής — Γένος διπτέρων εντόμων της οικογένειας των κωνωπιδών, στην οποία ανήκουν έντομα που μοιάζουν με τα κοινά κουνούπια. Το θηλυκό απομυζά το αίμα του ανθρώπου και άλλων σπονδυλωτών και μπορεί να μεταδώσει ένα πρωτόζωο, παράσιτο του αίματος, το… … Dictionary of Greek
αρχιτεκτονική — Επιστήμη που αναφέρεται στην τέχνη της οικοδομικής και στους διάφορους ρυθμούς της. Ο όρος, στην ευρύτερη έννοιά του, σημαίνει την τεχνική και την επιστήμη της κατασκευής. Όπως δείχνει η ετυμολογία του, ο όρος αρχιτέκτονας προϋπέθετε, ήδη στην… … Dictionary of Greek
βουδισμός — Φιλοσοφικό και θρησκευτικό σύστημα που δημιουργήθηκε από τον Βούδα (βλ. λ.) τον 6o αι. π.Χ. στην Ινδία. Είναι το πιο αξιοσημείωτο παράδειγμα άθεης θρησκείας, μια και δεν έχει για κέντρο του τη λατρεία θεότητας, αλλά διατυπώνει διδασκαλία για τη… … Dictionary of Greek
επιστήμη — Ένα σύνολο γνώσεων με αντικειμενικό κύρος. Ως γνώση ορίζεται η δυνατότητα διάκρισης των αντικειμένων στα οποία αποδίδονται τα ίδια χαρακτηριστικά μέσα σε ένα ορισμένο σύνολο. Αυτό το σύνολο μπορεί να είναι σχετικό με ειδικές καταστάσεις σε μία… … Dictionary of Greek
ισχυρός — ή, ό (ΑΜ ἰσχυρός, ά, όν) 1. αυτός που διαθέτει σωματική ισχύ, ο ρωμαλέος 2. δυνατός, δύσκολος να αντιμετωπιστεί (α. «ισχυρές μονάδες στρατού» β, «ἰσχυρὰ φάλαγξ», Ξεν.) 3. (για τόπο) οχυρός (α. «ισχυρή τοποθεσία» β. «φρούριον ἰσχυρόν») 4. κραταιός … Dictionary of Greek